- ὀλέτης
- ὀλέτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολέτης — ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α) ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε θρος, ὤλεσ α) + κατάλ. της (πρβλ. ερέ της)] … Dictionary of Greek
ὀλέτην — ὀλέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέτιν — ὀλέτης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέτις — ὀλέτης fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδολέτης — Ἰνδολέτης, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που εξολόθρευσε τους Ινδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + ὀλέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω, χάνω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] … Dictionary of Greek
κοσμολέτης — κοσμολέτης, ὁ, θηλ. κοσμολέτειρα (ΑM) ως επίθ. αυτός που προξενεί καταστροφή στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ολέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] … Dictionary of Greek
Τυρρηνολέτης — ου, ὁ, Α καταστροφέας τών Τυρρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνός + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] … Dictionary of Greek
γιγαντολέτωρ — γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α) ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας( αντος) + ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (… … Dictionary of Greek
μητρολέτης — μητρολέτης, ὁ (Α) ο μητροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδρο ολέτης] … Dictionary of Greek
μοιχολέτης — μοιχολέτης, ὁ (Α) αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα, μοιχοκτόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. θηρ ολέτης] … Dictionary of Greek